- βελτιότης
- βελτ-ιότης, ητος, ἡ,A superiority, Sch.Pi.O.1.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βελτιότητος — βελτιότης superiority fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)